τυφομανής

τυφομανής
-ές, Μ
1. αυτός που μαίνεται από τύφο, δηλαδή από υπερβολική αλαζονεία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τυφομανές
η τυφομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + -μανής (< μαίνομαι*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”